πάροχος — one who sits beside masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάροχος — (I) ό ΜΑ 1. αυτός που κάθεται δίπλα σε άλλον στο κάθισμα οχήματος 2. ο παράνυμφος, ο κουμπάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὄχος «όχημα, άρμα (πρβλ. έπ οχος)]. (II) ον, ΜΑ [παρέχω] χορηγός, προμηθευτής, δωρητής («ἀρετὴν καὶ τὸν ταύτης πάροχον Θεόν» … Dictionary of Greek
Парохос — • Πάροχος, см. Matrimonium, Брак, 4 … Реальный словарь классических древностей
παρόχου — πάροχος one who sits beside masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρόχους — πάροχος one who sits beside masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρόχων — πάροχος one who sits beside masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρόχῳ — πάροχος one who sits beside masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάροχε — πάροχος one who sits beside masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάροχοι — πάροχος one who sits beside masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάροχον — πάροχος one who sits beside masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοπάροχος — η, ο (Μ ζωοπάροχος και ζωηπάροχος, ον) αυτός που παρέχει, που χορηγεί ζωή, ζωοδότης, αναζωογονητής, ζωογόνος νεοελλ. εμψυχωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + παροχος (< παρέχω), πρβλ. δικαιο πάροχος, πλουσιο πάροχος. Το επίρρ. ζωοπαρόχως… … Dictionary of Greek